- φιλοκύνηγος
- -ον, Α1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά το κυνήγι2. (για έργα) αυτός που οφείλεται στην αγάπη για το κυνήγι3. το θηλ. προσωνυμία τής Αρτέμιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κυνηγός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκύνηγος — loving the chase masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκύνηγον — φιλοκύνηγος loving the chase masc/fem acc sg φιλοκύνηγος loving the chase neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκυνήγοις — φιλοκύνηγος loving the chase masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκυνήγου — φιλοκύνηγος loving the chase masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκυνήγους — φιλοκύνηγος loving the chase masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκύνηγοι — φιλοκύνηγος loving the chase masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHILOCYNEGUS — Graece φιλοκύνηγος, nomen canis venatici, in vetere Epitaphio, quod Pergami hodieque exstat, in haec verba: Τοὔνομα φιλοκύνηγος ἐμοὶ, τᾶος γὰρ ὑπάρχων Θηρσὶν ἐπὶ φοβεροῖς κραιπνὸν ἔθηκα πόδα. Latine sic reddi potest: Philocynegus ego dicor: quô… … Hofmann J. Lexicon universale
φιλοκυνηγέτης — ὁ, Α φιλοκύνηγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κυνηγέτης «κυνηγός, θηρευτής»] … Dictionary of Greek
φιλοκυνηγία — ἡ, Α [φιλοκύνηγος] αγάπη για το κυνήγι … Dictionary of Greek